- στρεπτός
- -ή, -ό / στρεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στρέφω]1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτόςπεριδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδανεοελλ.αυτός που μπορεί να περιστρέφεται («στρεπτός τρόχιλος»)αρχ.1. κεκαμμένος, λυγισμένος, κυρτός2. εύκαμπτος, αυτός που στρέφεται εύκολα3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αλλάζει γνώμη («στρεπτοί δὲ τε καὶ θεοὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.)4. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ στρεπτός και τὸ στρεπτόνείδος αρτοσκευάσματος, κουλούρι5. φρ. α) «στρεπτὸς χιτών»i) πλεχτός χιτώναςii) (κατά τον Αρίσταρχο) είδος χιτώνα από πλεγμένους σιδερένιους κρίκους, αλυσιδωτός χιτώναςβ) «στρεπτὸν κυμάτιον» — αρχιτεκτονικό κόσμημα σε σχήμα ελισσόμενου κυματίουγ) «τὰ στρεπτὰ τῶν στύλων» — γλυφές που περιστρέφονται ελικοειδώςδ) «στρεπτὸς μοτός» ή «στρεπτὸς τιλτός» — περιεστραμμένο ξαντόε) «στρεπτὴ γλῶσσα» — γλώσσα με ευστροφία λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.